- χρηματοφυλάκιο
- τοπορτοφόλι, πορτμονές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρηματοφυλάκιο — το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ [χρηματοφύλαξ, ακος] νεοελλ. (παλ. τ.) πορτοφόλι αρχ. θησαυροφυλάκιο … Dictionary of Greek
μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] … Dictionary of Greek